κόροιβος

κόροιβος
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Ήρωας του Άργους. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, όταν η Ψαμάθη, κόρη του βασιλιά του Άργους, Κρότωπου, έμεινε έγκυος από τον Απόλλωνα, φοβήθηκε την αντίδραση του πατέρα της και πέταξε το νεογέννητο στα σκυλιά, γεγονός που προκάλεσε τον θυμό του θεού. Εκείνος, για να τιμωρήσει τους κατοίκους του Άργους, τους έστειλε ένα τέρας με μορφή κοριτσιού, που είχε φίδια αντί για χέρια και σιδερένια νύχια, με τα οποία άρπαζε τα νεογέννητα από τις μητέρες τους και τα έτρωγε. Το τέρας αυτό, που ονομαζόταν Ποινή, εξόντωσε ο Κ. Ο Απόλλων οργίστηκε από το γεγονός και έστειλε στο Άργος λοιμώδεις νόσους. Τότε ο Κ. πήγε στους Δελφούς και ζήτησε από τον Απόλλωνα να τιμωρήσει μονάχα αυτόν, που ήταν και ο ένοχος. Ο θεός του είπε τότε να πάρει έναν τρίποδα και να αρχίσει να περπατά προς όποια κατεύθυνση ήθελε, εκτός του Άργους· όπου ο τρίποδας θα έπεφτε από τα χέρια του, θα έπρεπε να χτίσει ναό προς τιμήν του Απόλλωνα και να μείνει για πάντα εκεί. Ο τρίποδας έπεσε στα Γεράνεια, όπου ο Κ. ίδρυσε τους Τριποδίσκους, έχτισε ναό και έμεινε εκεί έως τον θάνατό του. Το νεκρό σώμα του τάφηκε από τους Μεγαρείς στην αγορά των Μεγάρων.
2. Γιος του Μύγδονα και της Αναξιμένης, μνηστήρας της Κασσάνδρας, κόρης του Πριάμου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. βοήθησε τους Τρώες στις παραμονές της άλωσης της Τροίας, αλλά σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.1. Αρχιτέκτονας (5ος αι. π.Χ.). Υπήρξε συνεργάτης του Ικτίνου. Πληροφορίες για το έργο του προσφέρει ο Πλούταρχος.
2. Ζωγράφος (4oς αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Νικόμαχου.
III
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 363 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 31 χλμ. ΒΔ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαστούνης.
* * *
κόροιβος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἠλίθιος καὶ μωρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + -οιβος < οἴφω «συνουσιάζομαι». Αρχική σημ. επομένως θα ήταν «ο μη εγκρατής, ο παραλυμένος ηθικά» (πρβλ. και κόρ-οιφ-ος). Η λ. μαρτυρείται και ως ανθρωπωνύμιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κόροιβος — fool masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόροιβος — fool masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοροίβου — Κόροιβος fool masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοροίβου — κόροιβος fool masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοροίβους — Κόροιβος fool masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοροίβους — κόροιβος fool masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοροίβῳ — Κόροιβος fool masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοροίβῳ — κόροιβος fool masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόροιβον — Κόροιβος fool masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόροιβον — κόροιβος fool masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”